- πίττινος
- πίττῐνος, [full] πιττόω, [full] πίττωσις, [full] πιττωτός, [dialect] Att. for πίσσινος, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πίττινος — η, ον, Α (αττ. τ.) βλ. πίσσινος … Dictionary of Greek
πίσσινος — και αττ. τ. πίττινος, ίνη, ον, Α [πίσσα] 1. ο φτιαγμένος από πίσσα ή αυτός που έχει αλειφθεί με πίσσα ή αυτός που έχει τη χροιά πίσσας 2. ο όμοιος με πίσσα («κατέσταζεν ἐξ αὐτοῡ δρόσος πιττίνη», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek